νομοφυλακίδα

νομοφυλακίδα
νομοφυλακίς
containing the law
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νομοφυλακίς — νομοφυλακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. αυτή που περιέχει τους νόμους («νομοφυλακίδα κιβωτόν», Φίλ.) 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομοφύλαξ, ακος + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”